- μονόπωλον
- μονόπωλοςdriving her steeds alonemasc/fem acc sgμονόπωλοςdriving her steeds aloneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόπωλος — μονόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο πώλο*, που οδηγείται ή σύρεται από ένα μόνο άλογο («τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον οὐρανοῡ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ», Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πῶλος «νεαρό άλογο»] … Dictionary of Greek